Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

άσμα

ιων. και ποιητ. άεισμα· τραγούδι, κυρίως το λυρικό τραγούδι, η ωδή. $Σούδα*: "άσμα· το μέλος, η ωδή". Ασματοποιός λεγόταν ο συνθέτης τραγουδιών, μελωδιών. Αθήν. Ε', 181Ε: "ο γούν Οδυσσεύς προσέχει τοις των Φαιάκων ασματοποιοίς".

, ιων. και ποιητ. άεισμα· τραγούδι, κυρίως το λυρικό τραγούδι, η ωδή. Σούδα: "άσμα· το μέλος, η ωδή".

Ασματοποιός λεγόταν ο συνθέτης τραγουδιών, μελωδιών. Αθήν. Ε', 181Ε: "ο γούν Οδυσσεύς προσέχει τοις των Φαιάκων ασματοποιοίς".





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: