Αλκμάν (7ος π.χ. αι.):ποιητής και μουσικός από τις Σάρδεις (ή από τη Μεσσόα της Σπάρτης). Το όνομα του φέρεται και ως Αλκμάων, Αλκμέων ή Αλκμαίων. Ορισμένοι τον θεωρούν Λάκωνα (από τη Μεσσόα) και άλλοι, ως δούλο του Αγησίδα που απελευθερώθηκε για την ευφυία του. `Εζησε στη Σπάρτη (την εποχή μετά τους Μεσσηνιακούς πολέμους) τότε που η μουσική και η συνακόλουθη ποίηση δεν ήταν η αυστηρή τέχνη των παλαιότερων (Τέρπανδρου, κ.λπ.), αλλά η ελαφρότερη που εισήγαγε ο Πολύμνηστος μετοικώντας από την Ιωνία. Ο Αλκμάν φαίνεται πως ήταν ο επίσημος δάσκαλος του τραγουδιού και του χορού, προετοιμάζοντας τις λαμπρές δημόσιες εκδηλώσεις και ιδιαίτερα (όπως δείχνουν τα λείψανα των παρθενίων του) τα άδοντα χορευτικά σύνολα των κοριτσιών. Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες ότι και κατά την εορτή των Γυμνοπαιδιών ψάλλονταν συνθέσεις του. Δεν είναι ιστορικά εξακριβωμένο (όπως άλλωστε και για τον Τυρταίο) ότι ο καλλιτέχνης διατηρούσε Σχολή όπου δίδασκε επαγγελματικά τη μουσική. Κατά τον Ιμέριο, "συνδύαζε τη δωρική λύρα με το λυδικό μέλος". Το έργο του περιλαμβάνει ύμνους, παιάνες, υπορχήματα (όλα αυτά τα είδη τραγουδιόνταν στις Γιορτές από φωνητικά σύνολα, που είτε βάδιζαν είτε χόρευαν με συνοδεία κιθάρας ή αυλού). Περιλαμβάνει επίσης υμέναιους, ερωτικά και συμποτικά άσματα.`Ομως το είδος, στο οποίο σημείωσε τις μεγαλύτερές του επιτυχίες ήταν το παρθένειον άσμα ή παρθένειον μέλος ("παρθένιον"). Ήταν ποίημα ψαλλόμενο από χορό νεανίδων για λατρευτικούς σκοπούς. Ο Γάλλος αιγυπτιολόγος Mariette βρήκε πάπυρο (κοντά στη 2η μεγάλη πυραμίδα) με 100 στίχους από παρθένιο "εις `Αρτεμιν ορθίαν". Το απόσπασμα εκδόθηκε το 1863 και απεκάλυψε αρκετές πολύτιμες πληροφορίες, διασώζοντας τις 7 από τις 10 (ή 12) στροφές του έργου. Στην αρχή ο χορός (από 11 νεάνίδες) με κορυφαία την Αγησιχόρα, έψαλλε εξιστορώντας τα ηρωϊκά κατορθώματα του Ηρακλή κατά των Ιπποκωντιδών. Στο κύριο μέρος, επαινείται η ομορφιά της Αγησιχόρας και της Αγιδούς που μετέχουν στο χορό. Για την Αγιδώ λέει ο ποιητής "[εκπρεπ`ης τώς, ωσπερ α{ι τις- [εν βοτο~ις στάσειεν ιππον-παγ`ον [αεθλοφόρον καναχάποδα" (διακρίνεται, όπως όταν μέσα στα πρόβατα τοποθετήσουμε ευτραφή ίππο, που βραβεύεται στους αγώνες και προκαλεί ηχηρό κρότο με το βάδισμά του). Για την Αγησιχόρα λέει:"]α δ`α χαίτα- τ~ας [εμ~ας [ανεψι~ας- ] Αγησιχόρας [επανθε~~ι- χρυσ`ος ]ως [ακήρατος" (τη χαίτη της δικής μου ξαδέλφης Αγησιχόρας στολίζει με τη λάμψη του ατόφιος χρυσός). Επακολουθούν φιλοφρονήσεις και προς τις υπόλοιπες νεάνιδες του χορού. Γενικά το παρθένιο αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό λυρισμό και μελωδικότητα. Κατά τη Σούδα, ο Αλκμάν υπήρξε ο "ε[υρετ`ης τ~ων [ερωτικ~ων μελ~ων". Ο ίδιος γράφει για τον εαυτό του:"{επη δ`ε γε κα`ι μέλος [ Αλκμάν- ε#υρε γεγλωσσαμένον- κακκαβίδων στόμα συνθέμενος" (στίχους δε και άσμα επινόησε ο Αλκμάν, αφού κατανόησε τη φωνή που εκπέμπουν με την ασκημένη γλώσσα τους οι πέρδικες).`Ολα αυτά ο μεγάλος καλλιτέχνης (που πέθανε σε βαθιά γερατειά) τα αποδίδει στη Μούσα του (όπως μας πληροφορεί το 45ο σωζόμενο απόσπασμά του:"Μ~ωσ] {αγε, Καλλιόπα, θύγατερ Διός, {αρχ] [ερατ~ων [επέων [επ`ι δ] #ιμερον υμνης κα`ι χαρίεντα τίθει χορόν"). `Εγραψε, κατά τον Πλούταρχο, και "περί Μουσικής", στους δε αυλωδικούς του νόμους χρησιμοποιούσε 3 αυλητές. Επίσης συνετέλεσε, όπως φαίνεται από τα σωζόμενα αποσπάσματα (αριθ. 21, 22 και 97 σε Diehl), να καθιερωθεί και ο αυλός ως μουσικό όργανο συνοδευτικό των χορευτικών επιδείξεων. ,
|
|