ασύμμετρος δυσανάλογος, που δεν έχει συμμετρία, ή που δεν μπορεί να μετρηθεί με κάποιο κοινό μέτρο (Δημ.). ασύμμετρον διάστημα· $διάστημα* που δεν μπορεί να μετρηθεί με κάποιο κοινό μέτρο (με άλλο διάστημα)· $Αριστόξενος* (Αρμον. Ι, 24 Mb): "To μεν ούν $δια τεσσάρων* ον τρόπον εξεταστέον, είτε μετρείται, τινι των ελαττόνων διαστημάτων, είτε πάσίν εστιν ασύμμετρον" (Η κατάλληλη μέθοδος να εξετάσουμε αν η τετάρτη [το διάστημα της τετάρτης] μπορεί να μετρηθεί με κανένα από τα μικρότερα διαστήματα, ή αν είναι τελείως ασύμμετρον, με όλα αυτά [δε μετριέται με κανένα από αυτά όλα]). , δυσανάλογος, που δεν έχει συμμετρία, ή που δεν μπορεί να μετρηθεί με κάποιο κοινό μέτρο (Δημ.). ασύμμετρον διάστημα· διάστημα που δεν μπορεί να μετρηθεί με κάποιο κοινό μέτρο (με άλλο διάστημα)· Αριστόξενος (Αρμον. Ι, 24 Mb): "To μεν ούν δια τεσσάρων ον τρόπον εξεταστέον, είτε μετρείται, τινι των ελαττόνων διαστημάτων, είτε πάσίν εστιν ασύμμετρον" (Η κατάλληλη μέθοδος να εξετάσουμε αν η τετάρτη [το διάστημα της τετάρτης] μπορεί να μετρηθεί με κανένα από τα μικρότερα διαστήματα, ή αν είναι τελείως ασύμμετρον, με όλα αυτά [δε μετριέται με κανένα από αυτά όλα]).
|
|