ασύμφωνος μη σύμφωνος, ένας ήχος που δε συμφωνεί με έναν άλλο· διάφωνος. Η έλλειψη συμφωνίας ή η μη ύπαρξη συμφωνίας ήταν ασυμφωνία.
$Πλάτων* (Πολιτεία Γ', 402D): "ει δ' άξύμφωνος είη ουκ αν ερώη" (αν όμως ήταν κανείς ασύμφωνος [δεν είχε αρμονία ψυχής και σώματος], δε θα τον αγαπούσε [ο αληθινός μουσικός]). Πρβ. Αριστόξ. Αρμον. ΙΙ, 54, 10 Mb.
Βλ. λ. $συμφωνία*. , μη σύμφωνος, ένας ήχος που δε συμφωνεί με έναν άλλο· διάφωνος. Η έλλειψη συμφωνίας ή η μη ύπαρξη συμφωνίας ήταν ασυμφωνία. Πλάτων (Πολιτεία Γ', 402D): "ει δ' άξύμφωνος είη ουκ αν ερώη" (αν όμως ήταν κανείς ασύμφωνος [δεν είχε αρμονία ψυχής και σώματος], δε θα τον αγαπούσε [ο αληθινός μουσικός]). Πρβ. Αριστόξ. Αρμον. ΙΙ, 54, 10 Mb.
Βλ. λ. συμφωνία.
|
|