Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

ασύνθετος

μη σύνθετος, απλός, (α) ασύνθετον διάστημα· απλό $διάστημα*· εκείνο που δεν περιέχει ανάμεσα στα άκρα του άλλη νότα στο ίδιο $γένος*. Έτσι, mi - fa (καθώς επίσης και fa - sol και sol - fa) είναι απλό διάστημα στο $διατονικό*διάτονον| γένος, γιατί καμιά άλλη νότα δεν μπορεί να μπει ανάμεσά τους (στο ίδιο γένος) Αλλά το διάστημα mi - fa είναι σύνθετο στο $εναρμόνιον* γένος, γιατί ανάμεσα στις δύο αυτές νότες υπάρχει η νότα mi+1/4 Κατά τον ίδιο τρόπο το διάστημα fa - la είναι σύνθετο στο διατονικό γένος (βλ. 1 πιο πάνω) και απλό στο εναρμόνιο (βλ. 2 πιο πάνω). Έτσι, μιλώντας γενικά, ασύνθετο είναι ένα διάστημα που δεν μπορεί να υποδιαιρεθεί (στο ίδιο γένος) σε μικρότερα διαστήματα. $Αριστόξενος* (Αρμ. III, 60, 10 Mb): "ασύνθετον δ' εστί διάστημα το υπό των έξης φθόγγων περιεχόμενον" (απλό είναι το διάστημα που περιέχεται ανάμεσα σε συνεχείς φθόγγους [δηλ. συνεχείς βαθμίδες στο ίδιο γένος]). (β) ασύνθετος χρόνος· αδιαίρετος χρόνος. Βλ. λ. $χρόνος*. (γ) ασύνθετον μέτρον· απλό $μέτρο*μέτρον|. Βλ. λ. $πους*.

, μη σύνθετος, απλός,

(α) ασύνθετον διάστημα· απλό διάστημα· εκείνο που δεν περιέχει ανάμεσα στα άκρα του άλλη νότα στο ίδιο γένος. Έτσι, mi - fa (καθώς επίσης και fa - sol και sol - fa) είναι απλό διάστημα στο διατονικό γένος, γιατί καμιά άλλη νότα δεν μπορεί να μπει ανάμεσά τους (στο ίδιο γένος)



Αλλά το διάστημα mi - fa είναι σύνθετο στο εναρμόνιον γένος, γιατί ανάμεσα στις δύο αυτές νότες υπάρχει η νότα mi+1/4



Κατά τον ίδιο τρόπο το διάστημα fa - la είναι σύνθετο στο διατονικό γένος (βλ. 1 πιο πάνω) και απλό στο εναρμόνιο (βλ. 2 πιο πάνω). Έτσι, μιλώντας γενικά, ασύνθετο είναι ένα διάστημα που δεν μπορεί να υποδιαιρεθεί (στο ίδιο γένος) σε μικρότερα διαστήματα. Αριστόξενος (Αρμ. III, 60, 10 Mb): "ασύνθετον δ' εστί διάστημα το υπό των έξης φθόγγων περιεχόμενον" (απλό είναι το διάστημα που περιέχεται ανάμεσα σε συνεχείς φθόγγους [δηλ. συνεχείς βαθμίδες στο ίδιο γένος]).

(β) ασύνθετος χρόνος· αδιαίρετος χρόνος. Βλ. λ. χρόνος.

(γ) ασύνθετον μέτρον· απλό μέτρο. Βλ. λ. πους.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: