αμήν εβραϊκή λέξη ("άμεν") που δηλώνει κάθε τι το σταθερό και αληθινό. Χρησιμοποιείται είτε ως ευχετικό επιφώνημα είτε ως βεβαιωτικό επίρρημα ("[αμ`ην λέγω ]υμ~ιν") είτε τέλος, ως επίθετο:"Τάδε λέγει ]ο [ Αμήν, ]ο μάρτυς, ]ο πιστ`ος κα`ι [αληθινός" ("Αποκάλυψη", Γ', 14). ,
|
|