αύλησις η πράξη του να αυλεί κανείς, να παίζει τον αυλό. Με τη χρήση η λέξη έγινε συνώνυμη με το $αύλημα*.
Ψιλή αύλησις ήταν ένας ειδικός όρος για το σόλο αυλού χωρίς λόγια (τραγούδι)· βλ. λ. $ψιλός*. Γενικά όμως η λέξη αύλησις χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του σόλο αυλού σε αντιδιαστολή προς την $αυλωδία*, που ήταν τραγούδι με συνοδεία αυλού.Ο εκτελεστής του αυλού λεγόταν $αυλητής* ή $αυλητήρ*.
Ο Πολυδεύκης (IV, 78-83) αναφέρει διάφορα είδη αυλήσεων· ο Αλεξανδρινός λεξικογράφος Τρύφων, στο δεύτερο βιβλίο των Ονομασιών, δίνει έναν κατάλογο ονομάτων διαφόρων αυλήσεων (Αθήν. ΙΔ', 618C, 9): "$κώμος*, $βουκολιασμός*, $γίγγρας*, $τετράκωμος*, $επίφαλλος*, $χορείος*, $καλλίνικος*, $πολεμικόν*, $ηδύκωμος*, $σικιννοτύρβη*, $θυροκοπικόν*, το δ' αυτό και κρουσίθυρον, $κνισμός*, $μόθων*. Όλα αυτά εκτελούνταν στον αυλό με χορό".
Για καθεμιά από αυτές τις αυλήσεις βλ. το αντίστοιχο λ. , η πράξη του να αυλεί κανείς, να παίζει τον αυλό. Με τη χρήση η λέξη έγινε συνώνυμη με το αύλημα. Ψιλή αύλησις ήταν ένας ειδικός όρος για το σόλο αυλού χωρίς λόγια (τραγούδι)· βλ. λ. ψιλός. Γενικά όμως η λέξη αύλησις χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του σόλο αυλού σε αντιδιαστολή προς την αυλωδία, που ήταν τραγούδι με συνοδεία αυλού.Ο εκτελεστής του αυλού λεγόταν αυλητής ή αυλητήρ. Ο Πολυδεύκης (IV, 78-83) αναφέρει διάφορα είδη αυλήσεων· ο Αλεξανδρινός λεξικογράφος Τρύφων, στο δεύτερο βιβλίο των Ονομασιών, δίνει έναν κατάλογο ονομάτων διαφόρων αυλήσεων (Αθήν. ΙΔ', 618C, 9): "κώμος, βουκολιασμός, γίγγρας, τετράκωμος, επίφαλλος, χορείος, καλλίνικος, πολεμικόν, ηδύκωμος, σικιννοτύρβη, θυροκοπικόν, το δ' αυτό και κρουσίθυρον, κνισμός, μόθων. Όλα αυτά εκτελούνταν στον αυλό με χορό".
Για καθεμιά από αυτές τις αυλήσεις βλ. το αντίστοιχο λ.
Συν. αύλημα
|
|