πενταμερής μετρικός πους (με τη βραχεία συλλαβή να πλαισιώνεται από δύο μακρές):(–υ –). Λεγόταν και "κρητικός", χαρακτηρίζοντας το "κρητικόν μέλος"και το "κρητικόν μέτρον".