αυλητήρ εκτελεστής αυλού, συνώνυμο του $αυλητής*. Νόνν. Διον. (40, 224): "και Φρύγες αυλητήρες ανέπλεκον άρσενα μολπήν" (και Φρύγες αυλητές ύφαιναν μιαν αρρενωπή μελωδία). Και ο Θέογνις (Ε. Diehl, Τ., 1925, σ. 144, στ. 533) μεταχειρίζεται τον όρο αυλητήρ: "χαίρων δ' εύ πίνων και υπ' αυλητήρος αείδων" (χαίρω [απολαμβάνω] καλοπίνοντας και τραγουδώντας με συνοδεία ενός αυλητή). Και ο Αρχίλοχος (FHG ΙΙ, 718, απόσπ. 123 [106]): "...αδων υπ' αυλητήρος" (τραγουδώντας συνοδευόμενος από αυλητή). , εκτελεστής αυλού, συνώνυμο του αυλητής. Νόνν. Διον. (40, 224): "και Φρύγες αυλητήρες ανέπλεκον άρσενα μολπήν" (και Φρύγες αυλητές ύφαιναν μιαν αρρενωπή μελωδία). Και ο Θέογνις (Ε. Diehl, Τ., 1925, σ. 144, στ. 533) μεταχειρίζεται τον όρο αυλητήρ: "χαίρων δ' εύ πίνων και υπ' αυλητήρος αείδων" (χαίρω [απολαμβάνω] καλοπίνοντας και τραγουδώντας με συνοδεία ενός αυλητή). Και ο Αρχίλοχος (FHG ΙΙ, 718, απόσπ. 123 [106]): "...αδων υπ' αυλητήρος" (τραγουδώντας συνοδευόμενος από αυλητή).
Συν. αυλητής
|
|