αυλητής εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας· ονομαζόταν επίσης $αυλητήρ* Θηλ. αυλητρίς και αυλήτρια· συχνά επαγγελματίας εκτελέστρια αυλού, που προσλαμβανόταν να παίζει σε συμπόσια.
, εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας· ονομαζόταν επίσης αυλητήρ Θηλ. αυλητρίς και αυλήτρια· συχνά επαγγελματίας εκτελέστρια αυλού, που προσλαμβανόταν να παίζει σε συμπόσια.
|
|