αναμινυρίζειν χαμηλόφωνο ξανατραγούδισμα. Γράφει ο Αθήναιος (Δ' 176Β, 78):"τ~?ω τε ]ηδε~ι μοναύλ?ω τ`ας ]ηδίστας ]αρμονίας [αναμινυρίζει" ("και πάλι σιγοπαίζει στο γλυκό σουραύλι τις υπέροχες μελωδίες"). O όρος είχε κατά συνέπεια και τη σημασία του μελαγχολικού σιγοτραγουδίσματος. ,
|
|