αυλοποιός ο κατασκευαστής $αυλών*αυλός|. Πολυδ. (IV, 71): "ο δε τους αυλούς εργαζόμενος, αυλοποιός"· επίσης, Πλούτ. 1138Α, 21. αυλοποιία η κατασκευή αυλών (Αριστόξ. Αρμ. ΙΙ, 43, 24 Mb). Η αυλοποιία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τον 5ο αι. π.Χ., ιδιαίτερα στη Θήβα. Το ρ. αυλοθετώ = κατασκευάζω αυλούς. , ο κατασκευαστής αυλών. Πολυδ. (IV, 71): "ο δε τους αυλούς εργαζόμενος, αυλοποιός"· επίσης, Πλούτ. 1138Α, 21. αυλοποιία η κατασκευή αυλών (Αριστόξ. Αρμ. ΙΙ, 43, 24 Mb). Η αυλοποιία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τον 5ο αι. π.Χ., ιδιαίτερα στη Θήβα. Το ρ. αυλοθετώ = κατασκευάζω αυλούς.
|
|