αυλοτρύπης εκείνος που έκανε τις τρύπες του $αυλού*αυλός|. Αριστοτ. Προβλ. XIX, 23: "οι αυλοτρύπαι". Βλ. Πολυδ. IV, 71, και λ. $τρήμα*. , εκείνος που έκανε τις τρύπες του αυλού. Αριστοτ. Προβλ. XIX, 23: "οι αυλοτρύπαι". Βλ. Πολυδ. IV, 71, και λ. τρήμα.
|
|