αυλωδός μουσικός που τραγουδούσε με συνοδεία αυλού. Σ' ένα διαγωνισμό $αυλωδίας*αυλωδία| ή $αυλωδικού νόμου*αυλωδικός νόμος|, όπου δύο εκτελεστές ήταν απαραίτητοι (ο αυλωδός και ο $αυλητής*), ο αυλωδός θεωρούνταν ο κύριος αγωνιστής και ήταν αυτός που κέρδιζε το βραβείο και στεφανωνόταν νικητής. Αθήν. (ΙΔ', 621Β, 14): "δίδοται δε ο στέφανος τω ιλαρωδώ και τω αυλωδώ, ού τω ψάλτη, ουδέ τω αυλητή" (βλ. τα λ. $αυλητής*, $αυλητική*).
Ο αυλωδός ήταν συχνά ο συνθέτης της αυλωδίας.
Το ρ. αυλωδώ σήμαινε τραγουδώ με συνοδεία αυλού.
, μουσικός που τραγουδούσε με συνοδεία αυλού. Σ' ένα διαγωνισμό αυλωδίας ή αυλωδικού νόμου, όπου δύο εκτελεστές ήταν απαραίτητοι (ο αυλωδός και ο αυλητής), ο αυλωδός θεωρούνταν ο κύριος αγωνιστής και ήταν αυτός που κέρδιζε το βραβείο και στεφανωνόταν νικητής. Αθήν. (ΙΔ', 621Β, 14): "δίδοται δε ο στέφανος τω ιλαρωδώ και τω αυλωδώ, ού τω ψάλτη, ουδέ τω αυλητή" (βλ. τα λ. αυλητής, αυλητική).
Ο αυλωδός ήταν συχνά ο συνθέτης της αυλωδίας. Το ρ. αυλωδώ σήμαινε τραγουδώ με συνοδεία αυλού.
|
|