Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

αίλινος

ουσ.· πένθιμη, θρηνώδης αναφώνηση· άγριος $θρήνος*· πένθιμο τραγούδι, μοιρολόι. Πρβ. Αισχ. Αγαμ. 121 (και 139, 159): "αίλινον, αίλινον ειπέ". Ως επίθ., θρηνητικός, πένθιμος. Το ρ. αιλινώ σήμαινε τραγουδώ ένα μοιρολόι, ένα θρηνητικό τραγούδι.

, ουσ.· πένθιμη, θρηνώδης αναφώνηση· άγριος θρήνος· πένθιμο τραγούδι, μοιρολόι. Πρβ. Αισχ. Αγαμ. 121 (και 139, 159): "αίλινον, αίλινον ειπέ". Ως επίθ., θρηνητικός, πένθιμος. Το ρ. αιλινώ σήμαινε τραγουδώ ένα μοιρολόι, ένα θρηνητικό τραγούδι.

Βλ. θρήνος, τραγούδι



Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: