άφωνος χωρίς φωνή, βωβός. Στη μουσική σήμαινε: χωρίς λόγια, λ.χ. "άφωνα κρούματα", κομμάτια (οργανικής μουσικής) χωρίς τραγούδι (βλ. λ. $κιθαριστική*). Σήμαινε όμως και κακόφωνος ή με φτωχή φωνή· $Σούδα* (στο λ. "Κόννου ψήφος"): "ο δε Κόννος λυρωδός ήν, ως τινες φασίν, των αφώνων". Διον. ο Θραξ (631, 21): "άφωνος τραγωδός". , χωρίς φωνή, βωβός. Στη μουσική σήμαινε: χωρίς λόγια, λ.χ. "άφωνα κρούματα", κομμάτια (οργανικής μουσικής) χωρίς τραγούδι (βλ. λ. κιθαριστική). Σήμαινε όμως και κακόφωνος ή με φτωχή φωνή· Σούδα (στο λ. "Κόννου ψήφος"): "ο δε Κόννος λυρωδός ήν, ως τινες φασίν, των αφώνων". Διον. ο Θραξ (631, 21): "άφωνος τραγωδός".
|
|