άχορδος χωρίς χορδές. Θέογνις (Nauck TGF 769, απόσπ. 1): "άχορδος $φόρμιγξ*", φόρμιγγα χωρίς χορδές. Μεταφορικά άμουσος, διάφωνος, λ.χ. "άχορδον $μέλος*", παράφωνο (δυσάρεστο) τραγούδι (Δημ.).
$Αριστοτέλης* Ρητορ. III, 6, 7, 1408Α: "όθεν και τα ονόματα οι ποιηταί φέρουσι, το άχορδον και άλυρον μέλος" (oι ποιητές επίσης κάνουν χρήση αυτού εφευρίσκοντας λέξεις, όπως μια μελωδία χωρίς χορδές ή χωρίς τη λύρα). Δημ. "άμουσος". , χωρίς χορδές. Θέογνις (Nauck TGF 769, απόσπ. 1): "άχορδος φόρμιγξ", φόρμιγγα χωρίς χορδές. Μεταφορικά άμουσος, διάφωνος, λ.χ. "άχορδον μέλος", παράφωνο (δυσάρεστο) τραγούδι (Δημ.). Αριστοτέλης Ρητορ. III, 6, 7, 1408Α: "όθεν και τα ονόματα οι ποιηταί φέρουσι, το άχορδον και άλυρον μέλος" (oι ποιητές επίσης κάνουν χρήση αυτού εφευρίσκοντας λέξεις, όπως μια μελωδία χωρίς χορδές ή χωρίς τη λύρα). Δημ. "άμουσος".
|
|