άχορος χωρίς εξάσκηση στο $χορό*χορός| και στο τραγούδι, όπως $αχόρευτος*. Ο $Πολυδεύκης* (IV, 81) γράφει: "ηύλουν δε το άχορον $μέλος*, το πυθικόν" (έπαιζαν [με τον αυλό] το πυθικό $αύλημα*αύλησις| [σόλο] που είναι χωρίς χορό [ή: το πένθιμο πυθικό αύλημα]). Θυσία άχορος· θυσία εκτελούμενη χωρίς χορό.
Σημείωση: Χρησιμοποιούμενο ως επίθετο του θεού Άρη σήμαινε μεταφορικά τρομερός, που προκαλεί τρόμο. , χωρίς εξάσκηση στο χορό και στο τραγούδι, όπως αχόρευτος. Ο Πολυδεύκης (IV, 81) γράφει: "ηύλουν δε το άχορον μέλος, το πυθικόν" (έπαιζαν [με τον αυλό] το πυθικό αύλημα [σόλο] που είναι χωρίς χορό [ή: το πένθιμο πυθικό αύλημα]). Θυσία άχορος· θυσία εκτελούμενη χωρίς χορό. Σημείωση: Χρησιμοποιούμενο ως επίθετο του θεού Άρη σήμαινε μεταφορικά τρομερός, που προκαλεί τρόμο.
Συν. αχόρευτος
|
|