βακύλιον ή βαβούλιον· σύμφωνα με μερικούς λεξικογράφους, συνώνυμο με το $κύμβαλον*κύμβαλα|. Ησ.: "κύμβαλον, βακύλιον, βαβούλιον, είδος οργάνου μουσικού". , ή βαβούλιον· σύμφωνα με μερικούς λεξικογράφους, συνώνυμο με το κύμβαλον. Ησ.: "κύμβαλον, βακύλιον, βαβούλιον, είδος οργάνου μουσικού".
Συν. βαβούλιον, κύμβαλον
|
|