Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

βακύλιον

ή βαβούλιον· σύμφωνα με μερικούς λεξικογράφους, συνώνυμο με το $κύμβαλον*κύμβαλα|. Ησ.: "κύμβαλον, βακύλιον, βαβούλιον, είδος οργάνου μουσικού".

, ή βαβούλιον· σύμφωνα με μερικούς λεξικογράφους, συνώνυμο με το κύμβαλον. Ησ.: "κύμβαλον, βακύλιον, βαβούλιον, είδος οργάνου μουσικού".

Συν. βαβούλιον, κύμβαλον



Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: