Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

βαρυαχής

και βαρυηχής· εκείνος που ηχεί βαριά, χαμηλά· με βαθιά ή δυνατή φωνή (ήχο)· επίσης, εκείνος που αναστενάζει ή θρηνεί βαριά.

, και βαρυηχής· εκείνος που ηχεί βαριά, χαμηλά· με βαθιά ή δυνατή φωνή (ήχο)· επίσης, εκείνος που αναστενάζει ή θρηνεί βαριά.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: