βαρυαχής και βαρυηχής· εκείνος που ηχεί βαριά, χαμηλά· με βαθιά ή δυνατή φωνή (ήχο)· επίσης, εκείνος που αναστενάζει ή θρηνεί βαριά.
, και βαρυηχής· εκείνος που ηχεί βαριά, χαμηλά· με βαθιά ή δυνατή φωνή (ήχο)· επίσης, εκείνος που αναστενάζει ή θρηνεί βαριά.
|
|