βαρύλλικα (πληθ.)· είδος θρησκευτικού $χορού*χορός| για γυναίκες προς τιμήν του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Πολυδ. (IV, 104): "και βαρύλλικα, το μεν εύρημα Βαρυλλίχου, προσωρχούντο δε γυναίκες Απόλλωνι και Αρτέμιδι". , (πληθ.)· είδος θρησκευτικού χορού για γυναίκες προς τιμήν του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Πολυδ. (IV, 104): "και βαρύλλικα, το μεν εύρημα Βαρυλλίχου, προσωρχούντο δε γυναίκες Απόλλωνι και Αρτέμιδι".
|
|