απολυτίκιο σύντομο εκκλ. ποιημάτιο (τροπάριο) που περιέχει σε συντομία την υπόθεση μιας χριστιανικής Εορτής (δεσποτικής, θεομητορικής ή αγίου) και επαναλαμβάνεται σε όλες τις Ακολουθίες της ημέρας της Εορτής. Στη χειρόγραφη παράδοση ονομάζεται επίσης "τροπάριο"ή "κάθισμα". Η ονομασία του οφείλεται είτε γιατί ψάλλεται πάντοτε κατά την "απόλύση"του Εσπερινού είτε από τα λόγια του Συμεών "ν~υν [απολύεις τ`ον δο~υλόν Σου, δέσποτα, κ.λπ." (μετά τα οποία ψάλλεται στο τέλος του Εσπερινού). Εκτός των Εσπερινών, τα απολυτίκια ψάλλονται και στην αρχή του `Ορθρου και μετά τη δοξολογία (πλην των Κυριακών) καθώς και στο 3ο αντίφωνο των αναβαθμών (κατά το τέλος της Λειτουργίας των δεσποτικών Εορτών αντί του "ε{ιδομεν τ`ο φ~ως τ`ο [αληθινόν"), κατά το απόδειπνο και σε κάθε σχεδόν Ακολουθία. Αν όμως η επίσημη Εορτή συμπέσει Κυριακή, στον Εσπερινό του Σαββάτου και στον `Ορθρο της Κυριακής ψάλλονται κανονικά και τα 2 σχετικά απολυτίκια (το αναστάσιμο της Κυριακής και το της συγκεκριμένης Εορτής), στη δε Λειτουργία ψάλλεται και το απολυτίκιο του αγίου του εκάστοτε ναού. Ελάχιστα απολυτίκια συναντάμε πριν από τον 5ο αι. Τα πλείστα συντέθηκαν κατόπιν (ιδίως μετά τον 9ο αι.), όταν οι κανόνες αντικατέστησαν λειτουργικά τους ύμνους. ,
|
|