βάταλον (το)· κρούπεζα, $κρουπέζιον*. Κρόταλο από ξύλο ή μέταλλο· ξύλινο παπούτσι που το χτυπούσε ο $αυλητής* με το πόδι του για να σημειώνει το ρυθμό (LSJ, Συμπλήρ.).
Πρβ. Φώτ. Λεξ. στο λ. "κρούπεζαι". , (το)· κρούπεζα, κρουπέζιον. Κρόταλο από ξύλο ή μέταλλο· ξύλινο παπούτσι που το χτυπούσε ο αυλητής με το πόδι του για να σημειώνει το ρυθμό (LSJ, Συμπλήρ.).
Πρβ. Φώτ. Λεξ. στο λ. "κρούπεζαι".
Συν. κρούπεζα, κρουπέζιον
|
|