βαυκάλημα νανούρισμα. Από το ρ. βαυκαλώ (και βαυκαλίζω) = αποκοιμίζω ένα παιδί τραγουδώντας. Η $Σούδα* λέει: "τιθηνείσθαι μετ' ωδής τα παιδία" (αποκοιμίζω τα παιδιά με τραγούδι)· επίσης, Μοίριδος Αττ. Λεξ. σ. 102.
βαυκάλησις = νανούρισμα· το αποκοίμισμα ενός παιδιού με τραγούδι.
Βλ. και λ. $καταβαυκάλησις*.
, νανούρισμα. Από το ρ. βαυκαλώ (και βαυκαλίζω) = αποκοιμίζω ένα παιδί τραγουδώντας. Η Σούδα λέει: "τιθηνείσθαι μετ' ωδής τα παιδία" (αποκοιμίζω τα παιδιά με τραγούδι)· επίσης, Μοίριδος Αττ. Λεξ. σ. 102.
βαυκάλησις = νανούρισμα· το αποκοίμισμα ενός παιδιού με τραγούδι.
Βλ. και λ. καταβαυκάλησις.
|
|