βλίτυρι (το) (LSJ)· ήχος της $κιθάρας*κιθάρα|. Ησ.: "το δε βλίτυρι χορδής μίμημα"· μίμηση του ήχου μιας χορδής χωρίς κάποιο νόημα· ένας ήχος χωρίς σημασία. Τραγούδημα χωρίς λόγια, όπως λ.χ. τρα-λα-λα κτλ. (πρβ. Δημ.). Η λ. βλίτυρον σημαίνει επίσης "μίμηση ήχου χορδής"· Ε.Μ. 201, 43: "εστί φυτόν ή φάρ μακον ή χορδής μίμημα". , (το) (LSJ)· ήχος της κιθάρας. Ησ.: "το δε βλίτυρι χορδής μίμημα"· μίμηση του ήχου μιας χορδής χωρίς κάποιο νόημα· ένας ήχος χωρίς σημασία. Τραγούδημα χωρίς λόγια, όπως λ.χ. τρα-λα-λα κτλ. (πρβ. Δημ.). Η λ. βλίτυρον σημαίνει επίσης "μίμηση ήχου χορδής"· Ε.Μ. 201, 43: "εστί φυτόν ή φάρ μακον ή χορδής μίμημα".
|
|