Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

βόμβος

βοή, βουητό· υπόκωφος, συνεχής ήχος, λ.χ. του ανέμου. Επίσης, του $αυλού*αυλός|.

, βοή, βουητό· υπόκωφος, συνεχής ήχος, λ.χ. του ανέμου. Επίσης, του αυλού.





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: