βόμβυξ (α) ο σωλήνας, το κύριο σώμα του $αυλού*αυλός|.
(β) στον πληθ. βόμβυκες ονομάζονταν τα "κλειδιά", ή "δαχτυλίδια", που αντιστοιχούσαν στις τρύπες του αυλού και χρησίμευαν στο να τις ανοιγοκλείνουν (Κ. Sachs Hist. 139). Κατά τον γραμματικό Αρκάδιο (4ος αι. μ.Χ., έκδ. Ε. Η. Barker, Λιψία 1820, σ. 186) τα δαχτυλίδια αυτά τα στρίβουν προς τα πάνω και προς τα κάτω, και προς τα μέσα και προς τα έξω ("άνω και κάτω, και ένδον τε και έξω στρέφοντες") (βλ. Δ. Μαζαράκη, "Ο αυλός της συλλογής Καραπάνου...", Λαογραφία 28, 1972, σσ. 257-258).
Ο Πολυδεύκης (IV, 70) συμπεριλαμβάνει τους βόμβυκες στα μέρη του αυλού· "Των δε άλλων αυλών τα μέρη, $γλώττα*γλωττίς|, $τρυπήματα*τρήμα| και βόμβυκες".
(γ) βόμβυξ λεγόταν και ο ίδιος ο αυλός, ιδιαίτερα ο βαρύτονος αυλός· Πολυδ. (IV, 82): "το δε των βομβύκων ένθεον και μανικόν το αύλημα" (και το $αύλημα* (σόλο) των βαρύτονων αυλών [ήταν] ενθουσιαστικό (εμψυχωτικό) και παθητικό).
(δ) η βαθύτερη (χαμηλότερη) νότα που παράγει ο αυλός με όλες τις τρύπες κλειστές, δηλ. με ολόκληρο το μήκος της αέρινης στήλης. Αριστοτ. Μεταφ. 1093Β, 2, C.v.J. 35: "και ότι ίσον το διάστημα εν τε τοις γράμμασιν από του Α προς το Ω και από του βόμβυκος επί την οξυτάτην νεάτην εν αυλοίς" (και ότι το διάστημα στα γράμματα από το Α ως το Ω είναι ίσο [εξισώνεται] με το διάστημα από το βόμβυκα [δηλ. τη βαθύτερη νότα] ως την ψηλότερη $νήτη* στους αυλούς).
Πρβ. Νικόμ. Εγχ. 5, C.v.J. 245, Mb 10: "βομβυκέστερος" (τόνος), δηλ. χαμηλότερος (τόνος), στο συγκριτικό βαθμό.
, (α) ο σωλήνας, το κύριο σώμα του αυλού.
(β) στον πληθ. βόμβυκες ονομάζονταν τα "κλειδιά", ή "δαχτυλίδια", που αντιστοιχούσαν στις τρύπες του αυλού και χρησίμευαν στο να τις ανοιγοκλείνουν (Κ. Sachs Hist. 139). Κατά τον γραμματικό Αρκάδιο (4ος αι. μ.Χ., έκδ. Ε. Η. Barker, Λιψία 1820, σ. 186) τα δαχτυλίδια αυτά τα στρίβουν προς τα πάνω και προς τα κάτω, και προς τα μέσα και προς τα έξω ("άνω και κάτω, και ένδον τε και έξω στρέφοντες") (βλ. Δ. Μαζαράκη, "Ο αυλός της συλλογής Καραπάνου...", Λαογραφία 28, 1972, σσ. 257-258). Ο Πολυδεύκης (IV, 70) συμπεριλαμβάνει τους βόμβυκες στα μέρη του αυλού· "Των δε άλλων αυλών τα μέρη, γλώττα, τρυπήματα και βόμβυκες".
(γ) βόμβυξ λεγόταν και ο ίδιος ο αυλός, ιδιαίτερα ο βαρύτονος αυλός· Πολυδ. (IV, 82): "το δε των βομβύκων ένθεον και μανικόν το αύλημα" (και το αύλημα (σόλο) των βαρύτονων αυλών [ήταν] ενθουσιαστικό (εμψυχωτικό) και παθητικό).
(δ) η βαθύτερη (χαμηλότερη) νότα που παράγει ο αυλός με όλες τις τρύπες κλειστές, δηλ. με ολόκληρο το μήκος της αέρινης στήλης. Αριστοτ. Μεταφ. 1093Β, 2, C.v.J. 35: "και ότι ίσον το διάστημα εν τε τοις γράμμασιν από του Α προς το Ω και από του βόμβυκος επί την οξυτάτην νεάτην εν αυλοίς" (και ότι το διάστημα στα γράμματα από το Α ως το Ω είναι ίσο [εξισώνεται] με το διάστημα από το βόμβυκα [δηλ. τη βαθύτερη νότα] ως την ψηλότερη νήτη στους αυλούς). Πρβ. Νικόμ. Εγχ. 5, C.v.J. 245, Mb 10: "βομβυκέστερος" (τόνος), δηλ. χαμηλότερος (τόνος), στο συγκριτικό βαθμό.
|
|