βουκολιασμός και βουκολισμός· εκτέλεση με τραγούδι ή με όργανο ποιμενικών μελωδιών· κατ' επέκταση:
(α) βουκολικό (ποιμενικό) τραγούδι. $Αθήναιος* (ΙΔ', 619Α, 10): "ήν δε και τοις ηγουμένοις των βοσκημάτων ο βουκολιασμός καλούμενος. Δίομος δε ήν ο βουκόλος Σικελιώτης ο πρώτος ευρών το είδος" (και υπήρχε επίσης ένα τραγούδι των ποιμένων, που λεγόταν βουκολιασμός· ο Δίομος, ένας ποιμένας από τη Σικελία, ήταν ο επινοητής αυτού του είδους τραγουδιού).
(β) αύληση (σόλο αυλού) βουκολικού χαρακτήρα· ποιμενική μελωδία παιγμένη στον αυλό. Ο βουκολιασμός είναι μια από τις αυλήσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο ειδών αύλησης του Αλεξανδρινού λεξικογράφου Τρύφωνα (Αθήν. ΙΔ', 618C,9).
Βλ. λ. $αύλησις*. , και βουκολισμός· εκτέλεση με τραγούδι ή με όργανο ποιμενικών μελωδιών· κατ' επέκταση:
(α) βουκολικό (ποιμενικό) τραγούδι. Αθήναιος (ΙΔ', 619Α, 10): "ήν δε και τοις ηγουμένοις των βοσκημάτων ο βουκολιασμός καλούμενος. Δίομος δε ήν ο βουκόλος Σικελιώτης ο πρώτος ευρών το είδος" (και υπήρχε επίσης ένα τραγούδι των ποιμένων, που λεγόταν βουκολιασμός· ο Δίομος, ένας ποιμένας από τη Σικελία, ήταν ο επινοητής αυτού του είδους τραγουδιού).
(β) αύληση (σόλο αυλού) βουκολικού χαρακτήρα· ποιμενική μελωδία παιγμένη στον αυλό. Ο βουκολιασμός είναι μια από τις αυλήσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο ειδών αύλησης του Αλεξανδρινού λεξικογράφου Τρύφωνα (Αθήν. ΙΔ', 618C,9).
Βλ. λ. αύλησις.
|
|