αρχαιοελληνικός "[αγών [ωδ~ης" μεταξύ κοριτσιών προς τιμήν της Αρπαλύκης, της παρθένας που ερωτεύτηκε παράφορα κάποιον Ίφικλο και πέθανε από ερωτική απογοήτευση (Αθήναιος ΙΔ' 619 e). (βλ. και καλύκη).