βρόμος δυνατός ήχος, κραυγή· "βρόμος αυλών" = δυνατός ήχος αυλών. Το ρ. βρέμω σήμαινε παράγω δυνατό ήχο ή θόρυβο· στη μουσική, ηχώ δυνατά, εκπέμπω δυνατό ήχο. Μερικά παράγωγα που συναντούμε:
(α) βρόμιος· αυτός που προκαλεί δυνατό θόρυβο, που ηχεί δυνατά, ηχηρός, θορυβώδης. Πίνδ. 9ος Νεμεόνικος, 18α: "βρομίαν φόρμιγγα" (ηχηρή $φόρμιγγα*φόρμιγξ|). Βρόμιος ήταν επίσης επίθετο του Βάκχου.
(β) άβρομος· άηχος, αθόρυβος, άφωνος· αλλά και με την αντίθετη ακριβώς σημασία: με πολύ θόρυβο, θορυβώδης, ηχηρός. Ομ. Ιλ. Ν, 39-41: "Τρώες δε φλογί ίσοι...Έκτορι... έποντο... άβρομοι, αυΐαχοι" (Αλλά οι Τρώες σα φλόγα... ακολουθούσαν τον Έχτορα... με δυνατές φωνές και κραυγές).
(γ) αλίβρομος· ηχηρός, δημιουργώντας θόρυβο όπως η θάλασσα· Νόνν. Διον. (43, 385): "αλίβρομος σύριγξ" (ηχηρή $σύριγγα*σύριγξ|). LSJ: "μουρμουρίζοντας όπως η θάλασσα".
(δ) μελίβρομος· με γλυκό, ευχάριστο ήχο.
, δυνατός ήχος, κραυγή· "βρόμος αυλών" = δυνατός ήχος αυλών. Το ρ. βρέμω σήμαινε παράγω δυνατό ήχο ή θόρυβο· στη μουσική, ηχώ δυνατά, εκπέμπω δυνατό ήχο. Μερικά παράγωγα που συναντούμε:
(α) βρόμιος· αυτός που προκαλεί δυνατό θόρυβο, που ηχεί δυνατά, ηχηρός, θορυβώδης. Πίνδ. 9ος Νεμεόνικος, 18α: "βρομίαν φόρμιγγα" (ηχηρή φόρμιγγα). Βρόμιος ήταν επίσης επίθετο του Βάκχου. (β) άβρομος· άηχος, αθόρυβος, άφωνος· αλλά και με την αντίθετη ακριβώς σημασία: με πολύ θόρυβο, θορυβώδης, ηχηρός. Ομ. Ιλ. Ν, 39-41: "Τρώες δε φλογί ίσοι...Έκτορι... έποντο... άβρομοι, αυΐαχοι" (Αλλά οι Τρώες σα φλόγα... ακολουθούσαν τον Έχτορα... με δυνατές φωνές και κραυγές). (γ) αλίβρομος· ηχηρός, δημιουργώντας θόρυβο όπως η θάλασσα· Νόνν. Διον. (43, 385): "αλίβρομος σύριγξ" (ηχηρή σύριγγα). LSJ: "μουρμουρίζοντας όπως η θάλασσα". (δ) μελίβρομος· με γλυκό, ευχάριστο ήχο.
|
|