βρυαλλίχα και βρυλλίχα ή βρυδαλίχα (η)· είδος λακωνικού $χορού*χορός| προς τιμήν του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Τον εκτελούσαν γυναίκες που φορούσαν ανδρική φορεσιά, ή άνδρες που φορούσαν γυναικεία φορέματα, και χόρευαν με λάγνες (ασελγείς) κινήσεις του ισχίου.
Η λέξη βρυλλίχα ή βρυδαλίχα σήμαινε, κατά τον $Ησύχιο*Ησύχιος|, ένα πρόσωπο που φορούσε γυναικεία φορέματα. Επίσης, η λέξη βρυλλιχίδει, (Ησ.), ένα άτομο που φορούσε γυναικείο προσωπείο και φορέματα ("πρόσωπον [προσωπείο] γυναικείον περιτίθεται και γυναικεία ιμάτια ενδέδυται").
βρυαλιγμός· Ησ.: "ψόφος, ήχος" (θόρυβος, ήχος).
βρυαλ[λ]ίκτης· Ησ.: "πολεμικός χορευτής (ορχηστής)". , και βρυλλίχα ή βρυδαλίχα (η)· είδος λακωνικού χορού προς τιμήν του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Τον εκτελούσαν γυναίκες που φορούσαν ανδρική φορεσιά, ή άνδρες που φορούσαν γυναικεία φορέματα, και χόρευαν με λάγνες (ασελγείς) κινήσεις του ισχίου. Η λέξη βρυλλίχα ή βρυδαλίχα σήμαινε, κατά τον Ησύχιο, ένα πρόσωπο που φορούσε γυναικεία φορέματα. Επίσης, η λέξη βρυλλιχίδει, (Ησ.), ένα άτομο που φορούσε γυναικείο προσωπείο και φορέματα ("πρόσωπον [προσωπείο] γυναικείον περιτίθεται και γυναικεία ιμάτια ενδέδυται").
βρυαλιγμός· Ησ.: "ψόφος, ήχος" (θόρυβος, ήχος). βρυαλ[λ]ίκτης· Ησ.: "πολεμικός χορευτής (ορχηστής)".
Συν. βρυλλίχα, βρυδαλίχα
|
|