βυκάνημα ο ήχος της $βυκάνης*βυκάνη|· γενικά, το σάλπισμα. Επίσης λεγόταν βυκανισμός, που σήμαινε ακόμα μια βαθιά, ισχυρή νότα. Στα Excerpta ex Nicom. 4, C.v.J. 274, Mb 35, διαβάζουμε: "βυκανισμούς και βηχίας, φθέγματα άσημα και άναρθρα και εκμελή" (βυκανισμοί και βραχνάδες, ασήμαντοι ήχοι, άναρθροι και αντιμελωδικοί [κακόηχοι]).
ρ. βυκανάω, παίζω τη βυκάνη, τη σάλπιγγα, σαλπίζω. , ο ήχος της βυκάνης· γενικά, το σάλπισμα. Επίσης λεγόταν βυκανισμός, που σήμαινε ακόμα μια βαθιά, ισχυρή νότα. Στα Excerpta ex Nicom. 4, C.v.J. 274, Mb 35, διαβάζουμε: "βυκανισμούς και βηχίας, φθέγματα άσημα και άναρθρα και εκμελή" (βυκανισμοί και βραχνάδες, ασήμαντοι ήχοι, άναρθροι και αντιμελωδικοί [κακόηχοι]).
ρ. βυκανάω, παίζω τη βυκάνη, τη σάλπιγγα, σαλπίζω.
Συν. βυκανισμός
|
|