βώριμος 1. βώριμος και βώρμος· δημοτικό τραγούδι, πένθιμου χαρακτήρα, που το τραγουδούσαν οι Μαριανδυνοί γεωργοί με συνοδεία $αυλού*αυλός|. Ήταν ένα είδος μοιρολογιού, όπως ο αιγυπτιακός $μανερώς*, και τραγουδιόταν στη μνήμη του Βώριμου, γιου του βασιλέα Ούπιου και αδελφού του Μαριανδυνού και του Ιόλλου, που πέθανε νέος καθώς κυνηγούσε το καλοκαίρι. Ο $Πολυδεύκης* που περιγράφει αυτή την ιστορία (IV, 54), προσθέτει: "τιμάται δε [Βώριμος] θρηνώδει περί την γεωργίαν άσματι" (και τιμάται [ο Βώριμος] με ένα θρηνητικό γεωργικό τραγούδι).
Την ιστορία αυτή τη διηγείται με κάποιες παραλλαγές και ο Νύμφις. Βλ. Αθήν. ΙΔ', 619E-F, 11, και τα λ. $λίνος* και μανερώς.
2. βώριμος ήταν και το όνομα ενός είδους αυλού· "Μαριανδυνός κάλαμος". , 1. βώριμος και βώρμος· δημοτικό τραγούδι, πένθιμου χαρακτήρα, που το τραγουδούσαν οι Μαριανδυνοί γεωργοί με συνοδεία αυλού. Ήταν ένα είδος μοιρολογιού, όπως ο αιγυπτιακός μανερώς, και τραγουδιόταν στη μνήμη του Βώριμου, γιου του βασιλέα Ούπιου και αδελφού του Μαριανδυνού και του Ιόλλου, που πέθανε νέος καθώς κυνηγούσε το καλοκαίρι. Ο Πολυδεύκης που περιγράφει αυτή την ιστορία (IV, 54), προσθέτει: "τιμάται δε [Βώριμος] θρηνώδει περί την γεωργίαν άσματι" (και τιμάται [ο Βώριμος] με ένα θρηνητικό γεωργικό τραγούδι). Την ιστορία αυτή τη διηγείται με κάποιες παραλλαγές και ο Νύμφις. Βλ. Αθήν. ΙΔ', 619E-F, 11, και τα λ. λίνος και μανερώς.
2. βώριμος ήταν και το όνομα ενός είδους αυλού· "Μαριανδυνός κάλαμος".
|
|