άσκαυλος πανάρχαιο πνευστό μουσικό όργανο ποιμενικού χαρακτήρα, που χρησιμοποιεί αέρα αποθηκευμένο σε ασκό. Ο γνωστός "ασκός του Διονύσου"που ονομαζόταν (ήδη από τον 5ο π.Χ. αι.) "φυσαλλίς"και αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς (Δίων ο Κάσιος, Πολύβιος, Χρυσόστομος, κ.ά.). Παρ'όλα αυτά, ο Θ. Πολυκράτης (παρασυρμένος ασφαλώς από τον Πολυδεύκη που έγραψε ότι το μουσικό αυτό όργανο εμφανίστηκε στην Ελλάδα κατά τον 1ο π.Χ. αι.) υποστήριξε ότι:"Ο[υδ`εν {εχομεν μαρτύριον, {αν ]υπ~ηρξε γνωστ`ος (]ο {ασκαυλος) παρ`α το~ις αρχα~ιοι | Ελλησιι». Ο άσκαυλος είναι επίσης ευρύτατα διαδεδομένος ανά το παγκόσμιο και τόσο οι διάφορες εποχές όσο και οι διάφοροι λαοί του επιφύλαξαν πολλούς και διάφορους ρόλους (για αγροτικές διασκεδάσεις, για αστικούς χορούς, για γιορτές της Αυλής, για εμβατήρια και παρελάσεις, για προσωπικές χρήσεις, κ.λπ.- κ.λπ.). Σήμερα στον τόπο μας συναντιέται με 2 μορφές. Στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη φέρει την επωνυμία γκάιντα (από τον τουρκικό όρο gayda, που σύμφωνα με ορισμένους προέρχεται από το αρχαιοελληνικό "αείδω"). Έχει έναν αυλό με 8 οπές (για τη μελωδία) και έναν μεγαλύτερο αυλό (για το ίσον). Λέγεται επίσης κατά τόπους:"γάιδα", "γάιντα", "γκάιδα", "γκάιτα", "κάιδα", "κάιντα". Στην υπόλοιπη Ελλάδα, ιδίως στα νησιά, διαθέτει ποικίλα ονόματα:τσαμπούνα, ασκομαντούρα, τσαμπουνοφυλάκα, σκορτσάμπουνο, αγγείον (βλ. και διμαγγείον), τουλούμ-ζουρνάς (στους Πόντιους), κ.λπ. Σ'αυτό τον τύπο, η μελωδία ηχεί συγχρόνως από 2 ενωμένους αυλούς ίδιας τονικότητας (συνήθως από καλάμι) που έχουν ο καθένας τους σχεδόν πάντα από 5 οπές. Οι αυλοί και των 2 τύπων του άσκαυλου έχουν επικρουστικές γλωττίδες (τύπου κλαρινέτου). Πολλές αγιογραφίες και παλιά χειρόγραφα μαρτυρούν για τη χρήση του κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή εποχή. (Βλ. και "Μουσικό Λεξικό της Οξφόρδης"Εκδόσεις "Γιαλλελή", τόμος Α', σ. 309). ,
|
|