ασκομαντούρα (ή φλασκομαντούρα) κρητική παραλλαγή του άσκαυλου (γκάιντας). O όρος προέρχεται από τα "ασκός"+"άδω". `Ετσι ονομαζόταν και στα βυζαντινά χρόνια, κατά τα οποία διαδόθηκε στους Σλαύους και κατάληξε να γίνει σπουδαίο παραδοσιακό όργανο των Βοημών, των Σλοβάκων και των Σκώτων. ,
|
|