γαμήλιον άσμα, αύλημα· γαμήλιον $αύλημα* ήταν ένα σόλο αυλού (μελωδία για το γάμο, παιγμένη στον αυλό) κατά την τελετή του γάμου.
Ο $Πολυδεύκης* (IV, 80) γράφει για το γαμήλιον αύλημα ότι παιζόταν από δύο αυλούς ($δίαυλο*δίαυλος|)· βλ. το κείμενο στο λ. $αυλός*. , άσμα, αύλημα· γαμήλιον αύλημα ήταν ένα σόλο αυλού (μελωδία για το γάμο, παιγμένη στον αυλό) κατά την τελετή του γάμου. Ο Πολυδεύκης (IV, 80) γράφει για το γαμήλιον αύλημα ότι παιζόταν από δύο αυλούς (δίαυλο)· βλ. το κείμενο στο λ. αυλός.
|
|