άσμα (από το ρήμα "άδω"):το τραγούδι, κάθε τί που τραγουδιέται, κάθε τί που εκφράζει με το λόγο μέσω του ήχου συναισθήματα, σκέψεις, πάθη, κ.λπ. Η καταγωγή του τοποθετείται στη χαραυγή της ανθρώπινης ύπαρξης και ήδη κατά τους προϊστορικούς χρόνους συνόδευε όλές τις εκδηλώσεις της κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής (άσματα συμποτικά, γαμήλια, ερωτικά, πένθιμα, πολεμικά, θρησκευτικά, κ.λπ.). Ειδικά στην κατηγορία των εργατικών ασμάτων οι αρχαίοι `Ελληνες είχαν άσματα:οδοιπορικά (για τους οδοιπόρους), ποιμενικά (ή νόμια), συβωτικά και βουκολιασμούς (και τα 3 για τους βοσκούς), ερετικά (για τους κωπηλάτες), μυλωθρικά, επιμύλια ή και ιμαία (και τα 3 γι' αυτούς που άλεθαν), επιλήνια (γι' αυτούς που πατούσαν τα σταφύλια "[εν το~ις ληνο~ις":"στα πατητήρια"), πτιστικά (γι' αυτούς που ζύμωναν), την ιμονιοστρόφο ωδή και τον υδατηγό ιμαίο (γι' αυτούς που αντλούσαν νερό), έλινο (για τις υφάντριες), ίουλο (για τις πλέχτρες του μαλλιού), λιτυέρση (για τους θεριστές), σκαπανέων ωδές (για τους σκαφτιάδες), κ.ο.κ.(Δες στα επιμέρους λήμματα). Αργότερα η λέξη άσμα χρησιμοποιήθηκε και με την έννοια της ραψωδίας. ,
|
|