κλάδος ή χρόα του Βαρέος Ήχου που ψάλλεται με "περσικό"(ατζέμ) τρόπο, δηλαδή σε `Ηχο Εναρμόνιο Βαρύ (με ύφεση στον Ζω και στον Βου). Λέγεται και "ατζεμικόν"(βλ. και τζαργκιάχ).