γίγγλαρος είδος μικρού $αυλού*αυλός| αιγυπτιακής προέλευσης. Όπως λέει ο Πολυδ. (IV, 82), ο γίγγλαρος ήταν ένας πολύ μικρός αιγυπτιακός αυλός ("μικρός τις αυλίσκος, αιγύπτιος"), κατάλληλος για $μοναυλία*μόναυλος|.
, είδος μικρού αυλού αιγυπτιακής προέλευσης. Όπως λέει ο Πολυδ. (IV, 82), ο γίγγλαρος ήταν ένας πολύ μικρός αιγυπτιακός αυλός ("μικρός τις αυλίσκος, αιγύπτιος"), κατάλληλος για μοναυλία.
|
|