αυλείν "παίζω αυλό", αλλά και οποιοδήποτε πνευστό όργανο (κάτι που δείχνει την καταλυτική και γενικευμένη χρήση του αυλού στην ελλ. αρχαιότητα). Γράφει, για παράδειγμα, ο Πολυδεύκης:"κα`ι κέρατα μ`εν α[υλε~ιν Τυρρηνο`ι νομίζουσι" ("και κόρνα συνηθίζουν να παίζουν οι Τυρρηνοί"). ,
|
|