αυλητική ιδιαίτερος κλάδος της μουσικής τέχνης των αρχαίων Ελλήνων. Ασχολήθηκε με τον αυλό, που παίζει μόνος ("σόλο") διάφορες μουσικές συνθέσεις γραμμένες γι' αυτόν το σκοπό (Πλουταρχος "περί Μουσικής", 1134-1141). Πρόκειται δηλαδή για καθαρά οργανική μουσική αυλού, ο οποίος χρησιμοποιείται εδώ ως αυτοτελές μουσικό όργανο που δεν είναι πια υποχρεωμένο να συνοδεύει το τραγούδι ή την όρχηση. Η επινόηση της αυλητικής αποδίδεται (Πίνδαρος:12ος "Πυθιόνικος") στη θεά Αθηνά:"τ`αν ποτε Παλλ`ας [εφε~υρε θρασει~αν (Γοργόνων) ο{υλιον θρ~ηνον διαπλέξαι σ' [ Αθάνα". Η δραματική οργανική αύτη μουσική έγινε δεκτή σε πολλούς μουσικούς αγώνες, και μάλιστα στα Πύθια, αντικαταστώντας την αυλωδία, που καταργήθηκε (ήδη από τη 2η Πυθιάδα), γιατί κρίθηκε ότι "ο[υκ ε@ιναι τ`ο {ακουσμα ε{υφημον". Όμως οι ποιητές εξοργίστηκαν γι' αυτή την κατάργηση (που τους έθιγε άμεσα) και επιτέθηκαν κατά του αυλού με δριμύτατα επιγράμματα (Αθήναιος ΧΙV 616. Πλουτάρχου "Αλκιβιάδης"). Με τους ποιητές ενώθηκαν και οι φιλόσοφοι, πανέτοιμοι να ξαναγδάρουν τον Μαρσύα... Ο Πλάτων λ.χ. δεν επιτρέπει στους ελεύθερους πολίτες να παίζουν αυλό "σόλο", παρά μόνο όταν συνοδεύουν χορό ή άσμα ("Νόμοι"ΙΙ, 669)... Πρέπει επίσης να θεωρήσουμε την αυλητική απαλλαγμένη και από τη συνοδεία άλλων οργάνων. Ήταν ένα είδος μονόφωνου "συμφωνικού ποιήματος", που περιέγραφε τα φυσικά φαινόμενα (πάταγο θύελλας, θρόισμα χειμάρρου, κελάρυσμα πηγής, κ.ο.κ.) όσο και τα κοινωνικά παρόμοια (σκηνές ποιμενικού βίου, απεικόνιση μάχης, γιορτής, κ.ο.κ.). Στους αυλητικούς αγώνες δινόταν συνήθως ως θέμα (morceau impose' !...) η πάλη του Απόλλωνα κατά του Πύθωνα. Ο Πολυδεύκης (ΙV, 84) διέσωσε τα 5 μέρη αυτού του μουσικού διαγωνισμού (α. εισαγωγή:"πε~ιρα", β. πρόκληση:"κατακελευσμός", γ. ιαμβικό:"[[ιαμβικόν", δ. προσευχή:"σπονδε~ιον", ε. αλαλαγμός:"καταχόρευσις"(βλ. Πυθικός νόμος και στα επιμέρους λήμματα). Η αυλητική εξελίχθηκε και έφθασε σε μεγάλη ακμή τον 5ο και τον 4ο π.Χ. αι. με τις "σχολές"`Αργους, Σικυώνας και Θηβών. Κατά τον Αθήναιο:"{ Εμελλεν δ`ε το~ις πάλαι π~ασιν Ελλησι μουσικ~ης διόπερ κα`ι ]η α[υλητικ`η περισπούδαστος @ην". Το "σόλο"του αυλού (χωρίς να συνοδεύει τραγούδι), ονομαζότανε και διαύλιον ή μεσαύλιον. ,
|
|