Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

γίγγρας

λέξη με διάφορες σημασίες. (α) Γίγγρας· το όνομα του Άδωνη στη φοινικική γλώσσα. (β) Μικρός $αυλός* (αυλίσκος) φοινικικής καταγωγής με διαπεραστικό τόνο και χαρακτήρα θρηνώδη και πένθιμο· πήρε το ονομά του από τον Άδωνη. Στον $Πολυδεύκη*Πολυδεύκης| (IV, 76) διαβάζουμε γι' αυτόν: "γίγγρας δε τις αυλίσκος, γοώδη και θρηνητικήν φωνήν αφίησι, φοίνιξ μεν ών την εύρεσιν, πρόσφορος δε μούση Καρική· η δε Φοινίκων γλώττα Γίγγραν τον Άδωνιν καλεί και τούτω ο αυλός επωνόμασται" (ο γίγγρας είναι ένας μικρός αυλός με θρηνώδη και πένθιμο τόνο [φωνή]· ήταν φοινικικής προέλευσης [καταγωγής, εφεύρεσης] και κατάλληλος στην καρική μούσα [δηλ. θρηνητική μούσα· βλ. λ. $καρικόν*]· στη φοινικική γλώσσα ο Άδωνης ονομαζόταν Γίγγρας και από αυτόν πήρε ο αυλός αυτός το όνομά του). Και ο $Αθήναιος* (Δ', 174F, 76) γράφει: "γιγγραίνοισι γαρ οι Φοίνικες, ως φησιν Ξενοφών, εχρώντο αυλοίς σπιθαμιαίοις το μέγεθος, οξύ και γοερόν φθεγγομένοις· τούτοις δε οι Κάρες χρώνται εν τοις θρήνοις...Ονομάζονται δε οι αυλοί γίγγροι υπό των Φοινίκων από των περί τον Άδωνιν θρήνων· τον γαρ Άδωνιν Γίγγρην καλείτε υμείς οι Φοίνικες, ως ιστορεί Δημοκλείδης" (Οι Φοίνικες, καθώς λέει ο Ξενοφών, χρησιμοποιούσαν αυλούς μικρούς, σε μέγεθος μιας πιθαμής, που δίνουν έναν διαπεραστικό (οξύ) και θρηνώδη τόνο· αυτούς χρησιμοποιούν οι Κάρες στους θρήνους... Οι αυλοί αυτοί ονομάζονται από τους Φοίνικες γίγγροι, από τους θρήνους για τον Άδωνη· γιατί εσείς οι Φοίνικες ονομάζετε τον Άδωνη Γίγγρη[α], καθώς διηγείται ο Δημοκλείδης). (γ) γίγγρας ήταν επίσης το όνομα ενός $αυλήματος*αύλημα| (σόλο αυλού) για τον αυλό γίγγρα· ο λεξικογράφος Τρύφων (Αθήν. ΙΔ', 618C, 9) στο δεύτερο βιβλίο του των Ονομασιών περιλαμβάνει το γίγγρα στις αυλήσεις (βλ. λ. $αύλησις*). (δ) γίγγρας λεγόταν και ένα είδος $χορού*χορός| συνοδευμένου από τον αυλό γίγγρα. Ο Πολυδεύκης (IV, 102) λέει: "ήν δε και γίγγρας προς αυλόν όρχημα, επώνυμον του αυλήματος" (υπήρχε και ένας χορός που λεγόταν γίγγρας, και χορευόταν με συνοδεία αυλού· ονομαζόταν έτσι από το αύλημα το ίδιο). (ε) Κατά τον $Ησύχιο*Ησύχιος|, γίγγρας ήταν ένα επιφώνημα σε συμπόσια, γλέντια· "επιφώνημα τι επί κατά κώμων λεγόμενον· και είδος αυλού". Ο ήχος που παραγόταν από το γίγγρα ονομαζόταν γιγγρασμός (Ησ.).

, λέξη με διάφορες σημασίες.
(α) Γίγγρας· το όνομα του Άδωνη στη φοινικική γλώσσα.

(β) Μικρός αυλός (αυλίσκος) φοινικικής καταγωγής με διαπεραστικό τόνο και χαρακτήρα θρηνώδη και πένθιμο· πήρε το ονομά του από τον Άδωνη. Στον Πολυδεύκη (IV, 76) διαβάζουμε γι' αυτόν: "γίγγρας δε τις αυλίσκος, γοώδη και θρηνητικήν φωνήν αφίησι, φοίνιξ μεν ών την εύρεσιν, πρόσφορος δε μούση Καρική· η δε Φοινίκων γλώττα Γίγγραν τον Άδωνιν καλεί και τούτω ο αυλός επωνόμασται" (ο γίγγρας είναι ένας μικρός αυλός με θρηνώδη και πένθιμο τόνο [φωνή]· ήταν φοινικικής προέλευσης [καταγωγής, εφεύρεσης] και κατάλληλος στην καρική μούσα [δηλ. θρηνητική μούσα· βλ. λ. καρικόν]· στη φοινικική γλώσσα ο Άδωνης ονομαζόταν Γίγγρας και από αυτόν πήρε ο αυλός αυτός το όνομά του).
Και ο Αθήναιος (Δ', 174F, 76) γράφει: "γιγγραίνοισι γαρ οι Φοίνικες, ως φησιν Ξενοφών, εχρώντο αυλοίς σπιθαμιαίοις το μέγεθος, οξύ και γοερόν φθεγγομένοις· τούτοις δε οι Κάρες χρώνται εν τοις θρήνοις...Ονομάζονται δε οι αυλοί γίγγροι υπό των Φοινίκων από των περί τον Άδωνιν θρήνων· τον γαρ Άδωνιν Γίγγρην καλείτε υμείς οι Φοίνικες, ως ιστορεί Δημοκλείδης" (Οι Φοίνικες, καθώς λέει ο Ξενοφών, χρησιμοποιούσαν αυλούς μικρούς, σε μέγεθος μιας πιθαμής, που δίνουν έναν διαπεραστικό (οξύ) και θρηνώδη τόνο· αυτούς χρησιμοποιούν οι Κάρες στους θρήνους... Οι αυλοί αυτοί ονομάζονται από τους Φοίνικες γίγγροι, από τους θρήνους για τον Άδωνη· γιατί εσείς οι Φοίνικες ονομάζετε τον Άδωνη Γίγγρη[α], καθώς διηγείται ο Δημοκλείδης).

(γ) γίγγρας ήταν επίσης το όνομα ενός αυλήματος (σόλο αυλού) για τον αυλό γίγγρα· ο λεξικογράφος Τρύφων (Αθήν. ΙΔ', 618C, 9) στο δεύτερο βιβλίο του των Ονομασιών περιλαμβάνει το γίγγρα στις αυλήσεις (βλ. λ. αύλησις).

(δ) γίγγρας λεγόταν και ένα είδος χορού συνοδευμένου από τον αυλό γίγγρα. Ο Πολυδεύκης (IV, 102) λέει: "ήν δε και γίγγρας προς αυλόν όρχημα, επώνυμον του αυλήματος" (υπήρχε και ένας χορός που λεγόταν γίγγρας, και χορευόταν με συνοδεία αυλού· ονομαζόταν έτσι από το αύλημα το ίδιο).

(ε) Κατά τον Ησύχιο, γίγγρας ήταν ένα επιφώνημα σε συμπόσια, γλέντια· "επιφώνημα τι επί κατά κώμων λεγόμενον· και είδος αυλού".

Ο ήχος που παραγόταν από το γίγγρα ονομαζόταν γιγγρασμός (Ησ.).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: