Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

αυλητρίς

(θηλ. του αυλητήρ):εκείνη που πληρώνεται για να παίξει αυλό (και μάλιστα σε συμπόσια). Η δεξιοτέχνις του αυλού. Υποκοριστικό:"αυλητρίδιον".

,





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: