αυλός αυτό το χιλιοσυναντημένο στα αρχαία κείμενα "[[εμπνευστό" όργανο με γλωττίδα (με ηχόχρωμα σαν του κλαρινου ή του όμποε και όχι σαν του φλάουτου, όπως επί πολύ πιστευόταν) είναι το αρχαιότατο των πνευστών και το μόνο που χρησιμοποιήθηκε για καλλιτεχνικούς σκοπούς. Το αποτελούσαν 2 δίδυμοι σωλήνες, (που μερικές φορές κατέληγαν σε 2 "καμπάνες"ενισχυτικές του ήχου). Πάνω τους άνοιγαν τα "τρήματα"ή "τρυπήματα"(που έφραζαν ή άνοιγαν με εύχρηστο μηχανισμό). Η έκτασή του οργάνου ήταν συνήθως 2 οκτάβες και έδινε τη δυνατότητα "στήριξης"της μελωδίας που παιζόταν στον δεξιό σωλήνα, με μια νότα κρατημένη στον αριστερό (βλ. και δίαυλος). Ακόμα, η δυνατότητα ("πλήρους"ή "ημιπλήρους") κάλυψης κάθε οπής έβαζε στη διάθεση του μουσικού είτε τα ημιτόνια (χρωματικό γένος) είτε τα τέταρτα του τόνου (εναρμόνιο γένος). Ο αυλός, ως "διονυσιακός", συνδέεται στενά με την έννοια της φαιδρότητας και της σαρκικής απόλαυσης, τοποθετημένος εκ των πραγμάτων, στον αντίποδα της "απολλώνειας"λύρας. Γι' αυτόν το λόγο, οι Πατέρες της Εκκλησίας εναντιώθηκαν στη χρήση του. Παρομοια "συντηρητική"αντίληψη φαίνεται ότι ήταν ισχυρή και κατά την αρχαιότητα, γνωστού όντος ότι ο Αριστοτέλης συνιστούσε να αποφεύγεται ο αυλός ως όργανο μουσικής διαπαιδαγώγησης των νέων ("Πολιτικά, VIII"). Αλλά και πριν από αυτόν, οι Σωκράτης και Πλάτων είχαν κι αυτοί αποδοκιμάσει τη χρήση του αυλού. `Ετσι ο αυλός δυσφημισμένος και σιγά-σιγά περιθωριοποιημένος (λόγω της επικράτησης του Χριστιανισμού) εξαφανίστηκε γύρω στον 5ο μ. Χ. αι. Μορφολογικά, ο κοινός αυλός ήταν συνήθως ένα μονοκόμματο καλάμι, με οπές σε καθορισμένα σημεία του. Αρχικά είχε μικρό μήκος (λίγο μεγαλύτερο σπιθαμής), κατόπιν όμως επιμηκύνθηκε και σχηματίστηκε από περισσότερα του ενός κομμάτια, συνδεόμενα με μικρούς δακτύλιους από μέταλλο ή ελεφαντόδοντο (που ενίοτε χρησίμευαν ως απλά κοσμήματα). Από όσα γνωρίζουμε, φαίνεται ότι:(1) ο αυλός του δώριου τρόπου είχε 2 μόνο οπές. Κατέληγε σε σχήμα κέρατος στραμμένου προς τα πάνω και έδινε ήχους βαρείς και αργούς, παρόμοίους με εκείνους του σημερινού φαγκότου. (2) ο αυλός του λύδιου τρόπου, μικρότερος του προηγούμενου, χρησίμευε για μέλη ζωηρά και γρήγορα.`Ηταν 2 ειδών:γυναικείος και ανδρικός, δίνοντας είτε ήχους οξείς (σαν σοπράνο) είτε ήχους βαρείς (σαν τενόρος ή βαρύτονος). (3) ο αυλός του φρύγιου τρόπου (βαθύφωνος και κατανυκτικός) ήταν σε χρήση στις γιορτές της Κυβέλης. Πολύτιμη πηγή για την ορολογία του αυλού αποτελεί και το "Ονομαστικόν"του Πολυδεύκη. `Ετσι π.χ. μαθαίνουμε ότι ο μόναυλος ήταν απλό καλάμι με πολλές οπές, o πλαγίαυλος έμοιαζε με το σημερινό φλάουτο και ότι στα συμπόσια έπαιζαν με ισομεγέθεις αυλούς, γιατί την ώρα του κρασιού εθεωρούντο όλοι ίσοι!... Εικάζεται ότι ο τετράοπος αρχαϊκός αυλός είχε μελωδική έκταση μιας μόνο οκτάβας. Στην αρχή, ο κάθε αυλός ήταν κατάλληλος μόνο γι' έναν από τους 3 προαναφερμένους "τρόπους". Αργότερα τελειοποιήθηκε και έγινε ικανός να παίζει σε όλους τους "τρόπους"(που στο μεταξύ είχαν αυξηθεί σε 7). Ως προς τα χρωματικά διαστήματα, όπως υπαινιχθήκαμε προηγουμένως, αποδίνονταν με δακτυλοθεσία που κάλυπτε τις οπές πότε ολοσχερώς πότε εν μέρει. Χρειαζόταν επομένως εξαιρετική δεξιοτεχνία, που ασφαλώς προϋπέθετε σκληρή εξάσκηση. Ανάλογα με τις 4 ηχητικές περιοχές ("ρεγκίστρα") υπήρχαν 4 ειδών αυλοί:"παρθένιοι"(υψίφωνοι-soprani), "παιδικοί"(μεσόφωνοι-alti), "τέλειοι"(βαρύτονοι-tenori) και "υπερτέλειοι"(βαθύφωνοι-bassi). Στους μουσικούς αγώνες χρησιμοποιούσαν τους "τέλειους", ενώ στα συμπόσια και τις ευωχίες έπαιζαν οι "υπερτέλειοι". Τέλος, οι παιάνες ήταν στη δικαιοδοσία των "τέλειων"αυλών. Το καλοκαίρι του 1995 βρέθηκε στον προϊστορικό οικισμό του Δισπηλίου (στη λίμνη της Καστοριάς) αυλός μήκους 10 εκατοστών από κόκκαλο προβάτου, που φέρει 4 οπές σε ίσα διαστήματα στη μια πλευρά και μία οπή στην άλλη. Ο αυλός αυτός χρονολογήθηκε από τους ειδικούς στο 5.800 π.Χ. (!...). (Βλ. και ?κανθου αυλός). ,
|
|