γλαύξ είδος κωμικού ή αστείου $χορού*χορός|, που αναφέρεται από τον $Αθήναιο*Αθήναιος| (ΙΔ', 629F, 27) μαζί με άλλους παρόμοιους χορούς ("γελοίαι ορχήσεις"). Βλ. λ. $σκώψ*. , είδος κωμικού ή αστείου χορού, που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ', 629F, 27) μαζί με άλλους παρόμοιους χορούς ("γελοίαι ορχήσεις"). Βλ. λ. σκώψ.
|
|