Skip to main content.

Θησαυρός Ελληνικής Μουσικής

αιολόφωνος

από το αιόλος (ευκίνητος, ορμητικός· μεταφ. ευμετάβλητος), + φωνή. Εκείνος που έχει ή παράγει ποικίλη, ποικιλόμορφη φωνή. Αιολόφωνος αηδών (αηδόνι με ποικιλόμορφη, ποικιλόχρωμη φωνή, τραγούδι). Στον Νόννο (Διον. 40, 223) συναντούμε το αιολόμολπος με την έννοια περίπου του αιολόφωνος· εκείνος που μέλπει, τραγουδάει ποικιλόμορφα· "Μυγδονίς αιολόμολπος (απέκτυπε αίλινα) σύριγξ" (η Μυγδονίδα $σύριγγα*σύριγξ| με την ποικιλόχρωμη φωνή [τραγούδησε το μοιρολόι τους]).

, από το αιόλος (ευκίνητος, ορμητικός· μεταφ. ευμετάβλητος), + φωνή. Εκείνος που έχει ή παράγει ποικίλη, ποικιλόμορφη φωνή. Αιολόφωνος αηδών (αηδόνι με ποικιλόμορφη, ποικιλόχρωμη φωνή, τραγούδι). Στον Νόννο (Διον. 40, 223) συναντούμε το αιολόμολπος με την έννοια περίπου του αιολόφωνος· εκείνος που μέλπει, τραγουδάει ποικιλόμορφα· "Μυγδονίς αιολόμολπος (απέκτυπε αίλινα) σύριγξ" (η Μυγδονίδα σύριγγα με την ποικιλόχρωμη φωνή [τραγούδησε το μοιρολόι τους]).





Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Λήμμα: