γλωττίς άττ. γλωσσίς· και γλώττα ή γλώσσα· το γλωσσίδι του $αυλού*αυλός|· κατασκευαζόταν από καλάμι. Το καλάμι που προοριζόταν για το γλωσσίδι ήταν ειδικής και ξεχωριστής ποιότητας (βλ. τα λ. $κάλαμος* και $δόναξ*).
Ο κατασκευαστής των γλωσσίδων λεγόταν γλωττοποιός (Πολυδ. ΙΙ, 108)· Ησ.: "ο τας αυλητικάς γλωσσίδας ποιών"· Ε.Μ. σ. 235, 44.
Βλ. τα λ. $έξαυλος* και $συγκροτητικαί γλώτται*.
, άττ. γλωσσίς· και γλώττα ή γλώσσα· το γλωσσίδι του αυλού· κατασκευαζόταν από καλάμι. Το καλάμι που προοριζόταν για το γλωσσίδι ήταν ειδικής και ξεχωριστής ποιότητας (βλ. τα λ. κάλαμος και δόναξ). Ο κατασκευαστής των γλωσσίδων λεγόταν γλωττοποιός (Πολυδ. ΙΙ, 108)· Ησ.: "ο τας αυλητικάς γλωσσίδας ποιών"· Ε.Μ. σ. 235, 44.
Βλ. τα λ. έξαυλος και συγκροτητικαί γλώτται.
|
|