γλωττοκομείον και γλωσσοκομείον, γλωσσοκόμιον και γλωσσόκομον· το κουτί, η θήκη όπου φυλάγονταν οι γλωσσίδες. Ησ.: "εν ώ οι αυληταί απετίθεντο τάς γλωσσίδας".
Βλ. Ε.Μ. σ. 234, 45 και λ. $γλωττίς*. , και γλωσσοκομείον, γλωσσοκόμιον και γλωσσόκομον· το κουτί, η θήκη όπου φυλάγονταν οι γλωσσίδες. Ησ.: "εν ώ οι αυληταί απετίθεντο τάς γλωσσίδας".
Βλ. Ε.Μ. σ. 234, 45 και λ. γλωττίς.
Συν. γλωσσοκομείον, γλωσσοκόμιον, γλωσσόκομον
|
|