δακτυλικός (α) είδος $αυλού*αυλός| που χρησιμοποιούνταν στο υπόρχημα ή είδος μέλους (τραγουδιού, μελωδίας)· Πολυδ. (IV, 82): "και δακτυλικούς τους επί υπορχήμασιν [αυλούς], οι δε, ταύτα ουκ αυλών, αλλά μελών είδη είναι λέγουσιν" (και δακτυλικούς ονόμαζαν εκείνους [τους αυλούς] που έπαιζαν στα $υπορχήματα*υπόρχημα|· αλλά άλλοι λένε πως αυτοί δεν είναι είδη αυλών, αλλά είδη μελωδιών).
(β) δακτυλικόν (το)· έγχορδο όργανο, πιθανόν είδος $κιθάρας*κιθάρα|. Πολυδ. (IV, 66): "το μέντοι των ψιλών κιθαριστών όργανον, ο και πυθικόν ονομάζεται, δακτυλικόν τίνες κεκλήκασι" (το όργανο των σολίστ-κιθαριστών [εκτελεστών κιθάρας χωρίς τραγούδι], που ονομάζεται και πυθικό, ονομάστηκε από μερικούς δακτυλικό).
Σημείωση: Μερικοί μελετητές θεωρούν τη λ. "δακτυλικός" ως επίθ. (από το δάκτυλος) και το μεταφράζουν: "παίζεται με τα δάχτυλα"· αυτό όμως δε θα είχε κανένα νόημα, αφού όλα σχεδόν τα όργανα παίζονταν συνήθως με τα δάχτυλα. Θα είχε ίσως περισσότερο νόημα, αν ο "δακτυλικός" [αυλός] ερμηνευόταν: "με πλάτος ενός δακτύλου".
, (α) είδος αυλού που χρησιμοποιούνταν στο υπόρχημα ή είδος μέλους (τραγουδιού, μελωδίας)· Πολυδ. (IV, 82): "και δακτυλικούς τους επί υπορχήμασιν [αυλούς], οι δε, ταύτα ουκ αυλών, αλλά μελών είδη είναι λέγουσιν" (και δακτυλικούς ονόμαζαν εκείνους [τους αυλούς] που έπαιζαν στα υπορχήματα· αλλά άλλοι λένε πως αυτοί δεν είναι είδη αυλών, αλλά είδη μελωδιών).
(β) δακτυλικόν (το)· έγχορδο όργανο, πιθανόν είδος κιθάρας. Πολυδ. (IV, 66): "το μέντοι των ψιλών κιθαριστών όργανον, ο και πυθικόν ονομάζεται, δακτυλικόν τίνες κεκλήκασι" (το όργανο των σολίστ-κιθαριστών [εκτελεστών κιθάρας χωρίς τραγούδι], που ονομάζεται και πυθικό, ονομάστηκε από μερικούς δακτυλικό).
Σημείωση: Μερικοί μελετητές θεωρούν τη λ. "δακτυλικός" ως επίθ. (από το δάκτυλος) και το μεταφράζουν: "παίζεται με τα δάχτυλα"· αυτό όμως δε θα είχε κανένα νόημα, αφού όλα σχεδόν τα όργανα παίζονταν συνήθως με τα δάχτυλα. Θα είχε ίσως περισσότερο νόημα, αν ο "δακτυλικός" [αυλός] ερμηνευόταν: "με πλάτος ενός δακτύλου".
|
|