δάκτυλος (α) δάκτυλοι (πληθ.) ονομαζόταν ένα είδος απλού και στάσιμου, αλλά ποικίλου $χορού*χορός|. Ο $Αθήναιος* (ΙΔ', 629D, 27) περιλαμβάνει τους δακτύλους σε αυτό το είδος των χορών: "τα δε στασιμώτερα και ποικιλώτερα και την όρχησιν απλουστέραν έχοντα καλείται δάκτυλοι, $ιαμβική*, $μολοσσική*..." κτλ.
Σημείωση: Η λέξη ποικιλώτερα στο κείμενο του Αθήναιου διαβάζεται από μερικούς πυκνότερα (σε πιο κλειστή σειρά) ή αποικιλώτερα.
(β) δάκτυλος· ο γνωστός μετρικός $πους*, που αποτελείται από μια μακρά και δύο βραχείες συλλαβές, - U U. Δακτυλικό γένος ήταν το $γένος*, όπου η σχέση θέσης και άρσης ήταν 2 προς 2.
Iαμβικός δάκτυλος ("δάκτυλος ο κατά ίαμβον")· Ένας μετρικός πους με.το σχήμα U - U -, που λεγόταν και διίαμβος· πρβ. Αριστείδης, Περί μουσ. Mb 48, R.P.W.-I. 45.
Δακτυλικόν μέτρον· μέτρο αποτελούμενο από δακτύλους· Αριστείδ. Περί μουσ. Mb 50, R.P.W.-I. 48.
Δαχτυλικόν εξάμετρον· ένα ρυθμικό τμήμα (στίχος), αποτελούμενο από έξι δακτυλικούς πόδες· ονομαζόταν και ηρωικόν εξάμετρον. , (α) δάκτυλοι (πληθ.) ονομαζόταν ένα είδος απλού και στάσιμου, αλλά ποικίλου χορού. Ο Αθήναιος (ΙΔ', 629D, 27) περιλαμβάνει τους δακτύλους σε αυτό το είδος των χορών: "τα δε στασιμώτερα και ποικιλώτερα και την όρχησιν απλουστέραν έχοντα καλείται δάκτυλοι, ιαμβική, μολοσσική..." κτλ. Σημείωση: Η λέξη ποικιλώτερα στο κείμενο του Αθήναιου διαβάζεται από μερικούς πυκνότερα (σε πιο κλειστή σειρά) ή αποικιλώτερα.
(β) δάκτυλος· ο γνωστός μετρικός πους, που αποτελείται από μια μακρά και δύο βραχείες συλλαβές, - U U. Δακτυλικό γένος ήταν το γένος, όπου η σχέση θέσης και άρσης ήταν 2 προς 2.
Iαμβικός δάκτυλος ("δάκτυλος ο κατά ίαμβον")· Ένας μετρικός πους με.το σχήμα U - U -, που λεγόταν και διίαμβος· πρβ. Αριστείδης, Περί μουσ. Mb 48, R.P.W.-I. 45. Δακτυλικόν μέτρον· μέτρο αποτελούμενο από δακτύλους· Αριστείδ. Περί μουσ. Mb 50, R.P.W.-I. 48. Δαχτυλικόν εξάμετρον· ένα ρυθμικό τμήμα (στίχος), αποτελούμενο από έξι δακτυλικούς πόδες· ονομαζόταν και ηρωικόν εξάμετρον.
|
|